Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μετεωρικό -

См. также в других словарях:

  • μετεωρικός — ή, ό [μετέωρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρο («μετεωρικός κρατήρας» κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη) 2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου 3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίτης — ο 1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου 2. φρ. «βροχή μετεωριτών» αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια τής Γης διά μέσου τής ατμόσφαιρας, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ραβδίτης — (I) ο, Ν βιολ. πρωτεϊνικός ενδοκυτταρικός σχηματισμός, με μορφή ραβδίου και άγνωστη λειτουργία, ο οποίος περιέχεται στο καλυπτήριο σύστημα τής πλανάριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhabdite (< ράβδος + επίθημα ίτης)]. (II) ο, Ν… …   Dictionary of Greek

  • σρεϊβερσίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μετεωρικό φωσφορούχο ορυκτό τού σιδήρου και τού νικελίου το οποίο απαντά σε όλους τους σιδηρομετεωρίτες και βρίσκεται συχνά με τη μορφή πλακών και κελυφών γύρω από κονδύλους τροϊλίτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»